- μοτέλ
- (αγγλ. motel). Όρος που προέρχεται από τη σύντμηση της φράσης motor-cars hotel, καθιερωμένη διεθνώς και χρησιμοποιούμενη για τον χαρακτηρισμό των ξενοδοχείων που βρίσκονται κατά μήκος των μεγάλων σύγχρονων αυτοκινητόδρομων, παρέχοντας τη δυνατότητα διανυκτέρευσης στους αυτοκινητιστές· κατά τον ίδιο τρόπο σε παλαιότερες εποχές διανυκτέρευαν οι καβαλάρηδες και οι αμαξάδες στα χάνια. Τα μ. κατασκευάζονται γενικά σε μεγάλους περιφραγμένους χώρους, περιλαμβάνοντας στην πλήρη μορφή τους κτίρια για την υποδοχή και την εξυπηρέτηση των πελατών, σταθμό ανεφοδιασμού και συνεργείο αυτοκινήτων, οικίσκους για τη διαμονή των πελατών, χώρους πράσινου κλπ. Η λειτουργική διαφορά του μ. από το κανονικό ξενοδοχείο είναι η αδυναμία, λόγω έκτασης και διασποράς των χώρων διαμονής, παροχής εξυπηρέτησης στα δωμάτια, έναντι της προσφοράς του αισθήματος της ανεξαρτησίας. Η συμβολή των μ. στην επίλυση του προβλήματος της μετακίνησης με αυτοκίνητο, συνέτεινε στην ταχύτατη διάδοσή τους, οπότε σταδιακά, εκτός από τους περαστικούς, άρχισαν να προσελκύουν ανάλογα με τη θέση τους και παραθεριστές. Στην Ελλάδα τα πρώτα μ. κατασκευάσθηκαν από τον EOT.
Τα μοτέλ, σε διάφορες μορφές, είναι διαδεδομένα σε όλες τις χώρες και ο ρυθμός ανάπτυξής τους ακολούθησε εκείνο του αυτοκινήτου.
* * *τοάκλ. ξενοδοχείο που προορίζεται ειδικά για όσους ταξιδεύουν με ιδιωτικό αυτοκίνητο και γι' αυτό διαθέτει πάντα επαρκή χώρο σταθμεύσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. motel < συμφυρμό τών motor «μηχανή, κινητήρας» + hotel «ξενοδοχείο»].
Dictionary of Greek. 2013.